του Ανδρέα Κοσιάρη
Πηγή: info-war.gr
Ας ξεκινήσουμε από το τέλος. Ο Δημήτρης Λιγνάδης καταδικάστηκε για δύο από τις τέσσερις καταγγελίες βιασμών που έφτασαν στη δικαιοσύνη. Παρά το γεγονός ότι πριν από την εκδίκαση των υποθέσεων είχε προφυλακιστεί ως ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων και ύποπτος φυγής, ως ένοχος πλέον δεν κρίθηκε ούτε ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων ούτε ύποπτος φυγής και αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή και καταβολή εγγύησης, όπως δικαιούται από τον νόμο μέχρι να εκδικαστεί η έφεσή του κατά της καταδικαστικής απόφασης.
Η κατά πλειοψηφία απόφαση για τον ανασταλτικό χαρακτήρα της έφεσης του Λιγνάδη, κρίθηκε από την αποφασιστική ψήφο της προέδρου του δικαστηρίου, η οποία αφενός ψήφισε αθωωτικά και στις τέσσερις υποθέσεις βιασμών και αφετέρου επέλεξε να αγνοήσει πλήρως την πρόταση του εισαγγελέα, τη μη αναγνώριση ελαφρυντικών, αλλά και τον πρότερο χαρακτηρισμό του Λιγνάδη ως υπόπτου φυγής και τέλεσης νέων αδικημάτων.
Η πρόεδρος επίσης καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, επέτρεψε στον συνήγορο υπεράσπισης του Λιγνάδη να εκφράζει εντός του δικαστηρίου ακραίο ομοφοβικό και κακοποιητικό λόγο προς τα θύματα και τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας, και προς τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τη δίκη — όπως επίσης του επέτρεψε να εκφράσει και μία μυστήρια «απειλή» προς τον εισαγγελέα, προειδοποιώντας τον να μην «του συμβεί κανένα απρόοπτο τύπου Τουλουπάκη».
Ο ίδιος ο καταδικασθείς πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου εμφανίστηκε μετά την απελευθέρωσή του ως «δικαιωμένος», παρά το γεγονός ότι κρίθηκε ένοχος. Και ταυτόχρονα, ένας ολόκληρος κομματικός μηχανισμός, από τα διαδικτυακά τρολ μέχρι δημοσιογράφους που γράφουν και μιλούν σαν διαδικτυακά τρολ, έσπευσε να εκφράσει συναισθήματα χαράς και ανακούφισης για τον, καταδικασθέντα θυμίζω, σκηνοθέτη που «ακούσαμε ξανά τη φωνή του» και που στοχοποιήθηκε επειδή «γνωρίζει την αριστερή κουλτούρα και δεν συμφωνεί μαζί της». (Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να επικαλούνται «τον Χριστό, τον Γαλιλαίο, τον Ντρέιφους», ξεχνώντας ότι και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ήταν η εξουσία της εποχής που επιζητούσε αγωνιωδώς την καταδίκη τους.)
Την ίδια ώρα, εν μέσω της διαμαρτυρίας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για την απόφαση αναστολής στην καταδίκη του Λιγνάδη, οι καθ’ ύλην εκπρόσωποι του υπουργείου Πολιτισμού αποχωρούν από παράσταση επειδή μαθαίνουν ότι θα εκφραστεί διαμαρτυρία, πολύ ήπια και γενικόλογη, και μάλιστα από μη Έλληνες καλλιτέχνες. Κι έπειτα εκδίδουν μέσω του γραφείου τύπου του υπουργείου (δηλαδή της Άννας Παναγιωταρέα) μια κατάπτυστη ανακοίνωση, που μιλά για «εργαλειοποίηση του Πολιτισμού» και επιχειρεί να «φορτώσει» κάθε διαμαρτυρία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η μόνη κυβερνητική αντίδραση ενάντια στην απόφαση, ήταν η μαζική επιχείρηση επίρριψης της ευθύνης για την αναστολή στον «νόμο Παρασκευόπουλου», κάτι που συνεχίζεται παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις.
Και η μόνη αντίδραση του κόσμου της Δικαιοσύνης, ήταν η έκδοση δύο ανακοινώσεων σε τρεις μέρες από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, στις οποίες καταδικάζονται τα «λαϊκά δικαστήρια» που κανείς δεν προσπαθεί να στήσει. Διότι προφανώς οι αντιδράσεις ενάντια στην απόφαση αναστολής είναι απόλυτα θεμιτές στο πλαίσιο της δημοσιότητας της δίκης και του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης των πολιτών.
Από όλα τα παραπάνω, θα έπρεπε να γεννάται ένα πολύ απλό ερώτημα: Γιατί;
Τι συμφέρον θα μπορούσε να έχει σύσσωμος ο μηχανισμός εξουσίας, από τους κυβερνητικούς πολιτευτές, μέχρι τους δικαστές και τους εισαγγελείς, μέχρι τους δημοσιολογούντες επαγγελματίες υπερασπιστές της κυβέρνησης, μέχρι τους ενοίκους διαδικτυακών υπογείων, να υπερασπίζονται έναν πρωτόδικα καταδικασμένο βιαστή;
Τι συμφέρον έχουν να τον συνδέουν με την ιδεολογία τους, να κομματικοποιούν μία σχεδόν πάνδημη αντίδραση στην απελευθέρωσή του, να επιχειρούν να την αποσιωπήσουν ακόμα και με αποδεδειγμένα ψέμματα;
Όποιος πει ότι δεν το κάνουν από συμφέρον, αλλά από σεβασμό στην «ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» ή στα «δικαιώματα του κατηγορούμενου», θα είναι επιεικώς βλαξ. Διότι αφενός η κυβέρνηση και οι υπερασπιστές της έχουν αποδείξει ότι δεν δίνουν δεκάρα για την «ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης», απειλώντας δημόσια και ιδιωτικά τους φορείς της. Και αφετέρου διότι επανειλημμένα έχουν αποδείξει ότι δεν δίνουν δεκάρα για τα δικαιώματα κατηγορούμενων ή και καταδικασμένων — ο Γιάννης Μιχαηλίδης βρίσκεται σε απεργία πείνας διεκδικώντας δικαίωμα αποφυλάκισης, ο Πάνος Καλαϊτζής είναι προφυλακισμένος με μόνο στοιχείο τη φιλία με κατηγορούμενο για τρομοκρατία, ο «Ινδιάνος» πέρασε 7 μήνες στη φυλακή κατηγορούμενος για τον ελαφρύ τραυματισμό ενός αστυνομικού ενώ υπήρχαν από την πρώτη στιγμή αποδεικτικά στοιχεία ότι την ώρα εκείνη βρισκόταν 30 χιλιόμετρα μακριά, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει προκαταλάβει αποφάσεις της δικαιοσύνης χαρακτηρίζοντας «συμμορία» δημοσιογράφους που ερευνούσαν σκάνδαλα κ.ο.κ.
Αφού λοιπόν δεν πρόκειται για κάποιον ανύπαρκτο «σεβασμό», θα πρέπει να υπάρχει κάποιο συμφέρον. Μπορεί αυτό το συμφέρον να είναι επικοινωνιακό; Χλωμό μου φαίνεται. Διότι δεν διαβλέπω κάποιο επικοινωνιακό όφελος στην υπεράσπιση ενός βιαστή, ακόμα και με τον ορυμαγδό ψευδούς επίκλησης του «νόμου Παρασκευόπουλου», που έχει καταφέρει να διαψευστεί ακόμα και από φιλοκυβερνητικές φωνές. Επικοινωνιακά αυτή τη στιγμή, υπουργός και υφυπουργός Πολιτισμού εμφανίζονται να διαφωνούν με τη φράση «οι βιαστές πρέπει να μπαίνουν στη φυλακή» — και διάφοροι δημοσιολογούντες που εκφράζουν σαφέστατα την υπεράνω όλων στήριξή τους στην κυβέρνηση (κάποιοι θα είναι και υποψήφιοι πολιτευτές της) φαίνονται να «πανηγυρίζουν» που ο καταδικασθέντας βιαστής αφήνεται ελεύθερος. Τι κερδίζουν επικοινωνιακά με όλο αυτό; Τη συμπάθεια των συμπαθούντων τους βιαστές; Όσο απαισιόδοξος κι αν είναι κανείς για την ελληνική κοινωνία, δεν νομίζω να πιστεύει ότι αποτελούν κάποιο αποφασιστικό κοινό.
Άρα ποιο μπορεί να είναι το συμφέρον τους; Γιατί να κάνουν μια τέτοια επιλογή; Θα πρέπει να προσέξετε ότι δεν έχουμε μπει καν σε συζήτηση των προ της δίκης γεγονότων. Τις αλλεπάλληλες παλαιότερες αγνοημένες καταγγελίες κατά του Λιγνάδη, την παράκαμψη του νόμου για τον διορισμό του στη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, την αφωνία του υπουργείου Πολιτισμού μετά την εμφάνιση των νεότερων καταγγελιών, την καθυστέρηση στις έρευνες των καταγγελιών, τη βοήθεια που του παρασχέθηκε από πρώην υπουργούς με γιγαντιαία «Εγώ» κ.α.
Αν προστεθούν και όλα αυτά, το «δίκτυο» υπεράσπισης του βιαστή Δημήτρη Λιγνάδη γίνεται ακόμα πιο εμφανές, πιο «απτό». Αλλά δεν χρειάζονται όλα αυτά για να έχει σημασία το ερώτημα. Τότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι επρόκειτο για έναν κατηγορούμενο, ότι δεν ήξεραν, ότι τον πίστευαν, ότι οτιδήποτε. Τώρα; Μετά τη διπλή καταδίκη του και μετά από μία προκλητική απόφαση αναστολής, γιατί; Τι συμφέρον έχει ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας να υπερασπίζεται έναν βιαστή; Τι συμφέρον έχει να ταυτίζει κάθε αντίδραση με «πολιτικές σκοπιμότητες» του κύριου πολιτικού αντιπάλου;
Δυστυχώς, ζούμε σε μία χώρα και σε ένα σύστημα όπου δεν είναι πιθανό να λάβουμε απάντηση σε αυτό το επιτακτικό «Γιατί;». Η δημοσιογραφία που θα έπρεπε να το ρωτήσει δεν είναι πρόθυμη να το κάνει, και όση είναι μπορεί εύκολα να αγνοηθεί. Η δικαιοσύνη που θα έπρεπε να το ελέγξει είναι απασχολημένη με το να γκρινιάζει για «λαϊκά δικαστήρια» και να στερεί δικαιώματα από άλλους, που δεν έχουν διασυνδέσεις και «σωστές» φιλίες. Και οι πολίτες; Οι πολίτες είναι πολύ πιθανόν να το ξεχάσουν, μέσα στον ορυμαγδό επιθέσεων, πολιτικών, οικονομικών, βιοτικών που δέχονται σε καθημερινή πλέον βάση. Δεν πρέπει να το ξεχάσουν, δεν πρέπει καν να το εκτονώσουν μονάχα σε μια εκλογική κάλπη. Αλλά είναι πολύ πιθανό να το κάνουν. Και να μείνει το ερώτημα αναπάντητο.