ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ – Π.Ο.Ε. Δ.Ο.Υ.
ΠΡΟΣ: 1.Τον Υπουργό Εσωτερικών
κο. Θ.Λιβάνιος
2.Την Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
ΚΟΙΝ.: 1. Υπουργό Οικονομικών
κο. Κ. Χατζηδάκη
2. Υφυπουργό Οικονομικών
κο.Χ.Δήμα
3.Διοικητή Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Εσόδων
κο. Γ. Πιτσιλή
4.Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης
Διαχείρισης Ανθρωπίνου Δυναμικού και
Οργάνωσης
κο. Ε. Σαϊτη
5. Προϊστάμενο Διεύθυνσης Διαχείρισης
Ανθρωπίνου Δυναμικού
κο.Η. Θεοδώρου
ΘΕΜΑ: Θέσεις της Π.Ο.Ε. – Δ.Ο.Υ. σχετικά με τις αλλαγές στη σύνθεση των Πειθαρχικών Συμβουλίων
Με το προωθούμενο νομοσχέδιο από τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εσωτερικών σε πρόσφατη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, προωθούνται αλλαγές που θέτουν εν αμφιβόλω την απονομή πειθαρχικής δικαιοσύνης στο Δημόσιο.
Ειδικότερα, οι εξαγγελόμενες αλλαγές, που στοχεύουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής πειθαρχικής δικαιοσύνης στο Δημόσιο, συνίστανται στα εξής:
Α) στην κατάργηση των επιμέρους Πρωτοβάθμιων και Δευτεροβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων
Β) στη δημιουργία ενός Κεντρικού Πειθαρχικού Οργάνου, στο οποίο θα συμμετέχουν μόνο Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους, οι οποίοι θα είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Το νέο αυτό όργανο, μετά την αποστολή του φακέλου με τα στοιχεία από τους αρμόδιους φορείς της Διοίκησης, λειτουργώντας είτε σε τριμελή είτε σε πενταμελή σύνθεση, ανάλογα με τη βαρύτητα της υπόθεσης, θα αποφαίνεται σε πρώτο και σε τελευταίο βαθμό, ενώ οι αποφάσεις του θα προσβάλλονται μόνο στα αρμόδια δικαστήρια.
Εντρυφώντας στο παρόν σημείο στη σύσταση και λειτουργία υπηρεσιακών συμβουλίων, αυτή επιβάλλεται ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα (άρ. 103 παρ. 4) τουλάχιστον για τα θέματα που ορίζονται σ’ αυτό ρητώς (μετάθεση, υποβιβασμός, παύση) και με απαίτηση να αποτελούνται τουλάχιστον κατά τα 2/3 από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους.
Ως υπηρεσιακά συμβούλια δε, κατά την έννοια της παρ. 4 του άρ. 103 Σ. νοούνται και τα πειθαρχικά συμβούλια. Όταν συνεπώς ο κοινός νομοθέτης διαφοροποιεί τις αρμοδιότητες των υπηρεσιακών συμβουλίων, ιδρύοντας χωριστά συμβούλια για τις πειθαρχικές ευθύνες των υπαλλήλων (πειθαρχικά συμβούλια), αυτά βεβαίως δεν παύουν να είναι υπηρεσιακά συμβούλια, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, και να υπακούουν στον συνταγματικό κανόνα της συγκρότησής τους κατά τα 2/3 τουλάχιστον από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
Να σημειωθεί επίσης, ότι στην έννοια του μόνιμου δημοσίου υπαλλήλου, κατά την παρ. 4 του άρ. 103 Σ. (για τη συγκρότηση δηλαδή των υπηρεσιακών συμβουλίων κατά τα 2/3 από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους) περιλαμβάνονται όχι μόνο οι μόνιμοι δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους και των ν.π.δ.δ. αλλά και οι λοιποί υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους που έχουν συνταγματική εγγύηση μονιμότητας ή ισοβιότητας. Δεν μπορεί να συμμετέχουν υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους, των οποίων η μονιμότητα παρέχεται από τον κοινό νομοθέτη και όχι από το Σύνταγμα, παρά μόνο αν περιορίζονται στο 1/3 των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Για την πληρότητα δε της παράθεσής μας, το άρ. 103 παρ. 4 Σ. θεσπίζει διοικητικές εγγυήσεις που οφείλει να σέβεται ο κοινός νομοθέτης. Οι εγγυήσεις αυτές συνίστανται στο ότι για τις μεταβολές της κατάστασης των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων απαιτείται να γνωμοδοτεί ένα συλλογικό όργανο, το υπηρεσιακό συμβούλιο, που πρέπει να προβλέπεται από το νόμο. Το υπηρεσιακό συμβούλιο πρέπει να είναι «παγίως συγκροτημένο», αυτό δε σημαίνει τη διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών του, ώστε να ασκεί αμερόληπτα και απερίσπαστα το έργο του, άλλως η συνταγματική προστασία θα καταντούσε φενάκη.
Το υπηρεσιακό συμβούλιο παρέχει απλή γνώμη (στην περίπτωση της μετάθεσης) ή απόφαση (στις περιπτώσεις του υποβιβασμού και της απόλυσης). Για τη μείζονα δε εξασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων, το Σύνταγμα προβλέπει ότι στη σύνθεση του υπηρεσιακού συμβουλίου πρέπει να μετέχουν τουλάχιστον κατά τα 2/3 μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Συνεπώς, ο νομοθέτης ή η Διοίκηση δεν επιτρέπεται ούτε να καταργεί ένα υπηρεσιακό συμβούλιο, νομίμως συγκροτηθέν και να το αντικαθιστά με άλλο που θα επιληφθεί εκκρεμούς υποθέσεως, ούτε να παύει μέλη του χωρίς σοβαρό λόγο συνδεόμενο με την αμεροληψία ή την υπηρεσιακή τους επάρκεια. Παρόμοια δε κατάργηση ευλόγως έχει συνδεθεί να ενυλώνεται σε περιόδους κυβερνητικών αλλαγών.
Επανερχόμενοι λοιπόν στις εξαγγελόμενες αλλαγές που αφορούν τη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων, μπορεί ενδεχομένως η σύνθεση αυτών αποκλειστικά και μόνο από λειτουργούς του ΝΣΚ να παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής διεξαγωγής της διαδικασίας και επαρκούς αντιμετώπισης των νομικών ζητημάτων που αναφύονται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ενδεικτική απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και την ανασφάλεια που αυτή δημιουργεί με τον κίνδυνο τυποποίησης – σε δεύτερο χρόνο - μιας συμπεριφοράς ως πειθαρχικό παράπτωμα, αιφνιδιάζοντας ούτω τον δημόσιο υπάλληλο και αφαιρώντας το δικαίωμα άμυνας του και την αναντιστοιχία πειθαρχικού παραπτώματος και πειθαρχικής ποινής, χωρίς να παρέχει εχέγγυα όμως στην αντιπροσώπευση των πειθαρχικώς διωκόμενων δημοσίων υπαλλήλων, που διακυβεύεται υπηρεσιακή τους εικόνα.
Σκόπιμο δε να επισημανθεί, ότι για τη διαμόρφωση της πειθαρχικής κρίσης και την επιβολή πειθαρχική ποινής, συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως τηρείται από το προσωπικό του μητρώο.
Για την παροχή δε πληροφοριών που άπτονται των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπηρεσίας, η συμμετοχή των αιρετώνεκπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων στα υπηρεσιακά συμβούλια, καθίσταται επιβεβλημένη ένεκα της υπηρεσιακής τους ιδιότητας. Με άλλες λέξεις, οι αιρετοί εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων είναι αυτοί που μπορούν να περιγράψουν αντικειμενικά και με ενάργεια τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούν ανά υπηρεσία, να συμβάλλουν στην κατανόηση των ακολουθούμενων διαδικασιών κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και να θέσουν υπ’ όψιν το ιδιαιτέρως περίπλοκο νομικό πλαίσιο που τυγχάνει εφαρμογής με γνώμονα πρωτίστως την προώθηση της εύρυθμης και αδιάλειπτης λειτουργίας της εκάστοτε υπηρεσίας, παρά τις σπουδαίες και αδιαμφισβήτητες ελλείψεις που εντοπίζονται σε πλείονες τομείς.
Η συνταγματική λοιπόν πρόβλεψη της συμμετοχής στη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων κατά τα 2/3 τουλάχιστον μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων λειτουργεί εξισορροπιστικά, εξασφαλίζοντας μέσω της αντικειμενικής παροχής πληροφοριών που άπτονται αφενός της εσωτερικής λειτουργίας της κάθε υπηρεσίας και αφετέρου της υπηρεσιακής εικόνας που υποδεικνύει ο κάθε υπάλληλος, την ανάλογη επιβολή πειθαρχικής ποινής.
Με τον αποκλεισμό των αιρετών εκπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων από τη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων επιχειρείται να συνδεθεί αιτιωδώς η μέχρι τώρα συμμετοχή τους με φαινόμενα μεροληπτικής αντιμετώπισης των υπό εξέταση κάθε φορά πειθαρχικών υποθέσεων, στοχοποιώντας τη σπουδαιότητα της συνδικαλιστικής δράσης και θέτοντας εν αμφιβόλω δημοκρατικούς θεσμούς, που σε κάθε περίπτωση τελικό αποδέκτη έχουν την ίδια την κοινωνία.
Επιπρόσθετα, η κατάργηση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κάθε άλλο παρά ανακούφιση θα προσφέρει στη διευθέτηση των ήδη εκκρεμμουσών πειθαρχικών υποθέσεων. Και αυτό γιατί αφενός ο φόρτος θα παραμείνει ο ίδιος, αφετέρου θα μετατοπιστεί στις δικαστικές αίθουσες, δεδομένου ότι μόνον δικαστικά θα μπορούν να προσβάλλονται οι αποφάσεις του νέου πειθαρχικού οργάνου. Συνεπώς, και αποφεύγοντας να σταθούμε εν προκειμένω στην πολλαπλή και πολυεπίπεδη ζημία που θα υποστούν τόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι, όσο και η ίδια η δημόσια υπηρεσία, εν τοις πράγμασι δεν θα επέλθει το εξαγγελόμενο και προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Και βέβαια αποτελεί νομικό άλμα να συνδεθεί αιτιωδώς η συμμετοχή στη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων με τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας. Όπως έχει ήδη λεχθεί, η συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων στα υπηρεσιακά συμβούλια συντείνει στη μέγιστη εξασφάλιση μιας δίκαιης κρίσης των πειθαρχικώς διωκόμενων δημοσίων υπαλλήλων.
Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι οι εξαγγελόμενες αυτές αλλαγές στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων προωθούν τον αυτοματισμό υπό το μανδύα της διαφάνειας και της οικονομίας χρόνου, παραγνωρίζοντας τις πλείονες ουσιώδεις ελλείψεις, τις οποίες οι υπάλληλοι στον Δημόσιο Τομέα έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά και ανταπεξέρχονται, εκπληρώνοντας την υποχρέωση της αδιάλειπτης λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης.
Δια της παρούσης δε επιδιώκεται να καταδειχθεί η κρισιμότητα της αντιπροσώπευσης των δημοσίων υπαλλήλων από αιρετούς εκπροσώπους τους κατά την εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται η σπουδαιότητα της αξιολόγησης και του ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εκπλήρωση των υπηρεσιακών καθηκόντων εκ μέρους τους και φυσικά η απόδοση ευθυνών στις περιπτώσεις που στοιχειοθετούνται βαρύτατα πειθαρχικά παραπτώματα σε βάρος της εκάστοτε Υπηρεσίας και του Δημοσίου εν γένει.
Απαιτούμε:
Ø Την άμεση απόσυρση των αλλαγών στη σύνθεση και τη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων.
Ø Τη διατήρηση και ενίσχυση της παρουσίας αιρετών εκπροσώπων κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας.