Η λευκή απεργία σε «συναινετικό» διωγμό;

Στυλ Γραμμάτων
  • ΠΙΟ ΜΙΚΡΑ ΜΙΚΡΑ ΜΕΣΑΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΑ
  • ΠΡΟΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ Helvetica Segoe Georgia Times

Του ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΤΡΑΥΛΟΥ-ΤΖΑΝΕΤΑΤΟΥ *

Η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση Κυβέρνησης - ΑΔΕΔΥ, με αφορμή το ενδεχόμενο κήρυξης, από την τελευταία, λευκής απεργίας ως απάντηση στις επικείμενες νέες περικοπές του εισοδήματος των δημόσιων υπαλλήλων, εντάσσεται βεβαίως στην ευρύτερη κοινωνική σύγκρουση που η συνέχιση της μνημονιακής δημοσιονομικής πολιτικής και η πίεση εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος έχει πυροδοτήσει.

Πέραν, ωστόσο, της αυτονόητης αυτής επισήμανσης, η αντιπαράθεση αυτή, όπως έχει αποτυπωθεί δημοσίως, εμπεριέχει ορισμένες πτυχές που, καίτοι γεννούν κατά τη γνώμη μου ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το δίκαιο και την πράξη της απεργίας στη χώρα μας, τείνουν να περάσουν απαρατήρητες.

Εν πρώτοις, αλγεινή εντύπωση προκάλεσαν οι καινοφανείς δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου που έγιναν με αφορμή την υποτιθέμενη πρόθεση της ΑΔΕΔΥ να καταφύγει σε λευκή απεργία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απεφάνθη αξιωματικώς ότι η λευκή απεργία δεν είναι δικαίωμα, αλλά παράβαση καθήκοντος, με αποτέλεσμα την απειλή των απεργών με επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων, δηλαδή ουσιαστικά με απόλυση (βλ. σχετικό ρεπορτάζ «Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας», 6.8.2011, σ. 3).

Με την τοποθέτησή του αυτή, ο, συμπαθής κατά τα άλλα, κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα. Τούτο δε καθώς, α) προκατέλαβε και ουσιαστικά υποκατέστησε, κατά τρόπο μη συνάδοντα στον ρόλο του και στην ιδιότητά του ως μέλους της εκτελεστικής εξουσίας, την κρίση της δικαιοδοτικής λειτουργίας, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της οποίας είναι η αξιολόγηση της νομιμότητας της λευκής απεργίας και

β) επέδειξε αδικαιολόγητη άγνοια της θέσης, τόσο της κρατούσας στην επιστήμη του εργατικού Δικαίου άποψης, όσο και της νομολογίας υπέρ της βασικής νομιμότητας της απεργιακής αυτής μορφής (βλ. σχετικά αντί όλων Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 655 επ.).

Σημειωτέον ότι η λευκή απεργία αποτελεί μια καταφανώς ηπιότερη μορφή απεργίας σε σύγκριση με την κλασική της μορφή, η οποία προκαλεί μερική ή και ολική διακοπή λειτουργίας μιας εκμετάλλευσης ή μιας υπηρεσίας. Η λευκή απεργία, πλήττοντας μόνο την ποσότητα της παρεχόμενης εργασίας, είτε μέσω επιβράδυνσης του ρυθμού παραγωγής είτε μέσω σχολαστικής τήρησης των κανονισμών είτε, τέλος, μέσω επίδειξης υπερβολικού, βεβαίως φαινομενικού, ζήλου, συνεπάγεται μερική και όχι ολική (όπως η κλασική απεργία) αναστολή της εργασιακής σχέσης του απεργού. Η καταφυγή, εξάλλου, στη λευκή απεργία εναπόκειται στην κρίση του συνδικάτου, του οποίου η ελευθερία επιλογής της μορφής του αγωνιστικού μέσου αποτελεί θεμελιακή συνιστώσα της προστατευόμενης από το Σύνταγμα συνδικαλιστικής ελευθερίας.

Βασικό δε κριτήριο της επιλογής αυτής είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της άσκησης του δικαιώματος απεργίας (βλ. σχετικά αντί πολλών Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 331). Βεβαίως, αν μια λευκή απεργία είναι νόμιμη ή παράνομη θα κριθεί από το δικαστήριο, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Ν. 1264/1982, όπως συμβαίνει με κάθε απεργία (π.χ. των εφοριακών).

Ωστόσο, πέραν της αποδοκιμαστέας συμπεριφοράς του κυβερνητικού εκπροσώπου, που πάντως «εντάσσεται αρμονικά» στη λογική και στο πνεύμα των μνημονιακών δεσμεύσεων της κυβέρνησης και του πιεστικού χρονοδιαγράμματος εφαρμογής τους, απορία και προβληματισμό προκαλεί η αντίδραση της ΑΔΕΔΥ στην επίμαχη δήλωση. Ανεξαρτήτως τού αν και κατά πόσο η μορφή αυτή απεργίας ανήκει ή όχι στην παρούσα φάση στον αγωνιστικό σχεδιασμό της ΑΔΕΔΥ, ως δυσκόλως κατανοητή, αν όχι ατυχής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η απάντηση του γενικού γραμματέα της ΑΔΕΔΥ, που υιοθετήθηκε και από τον πρόεδρό της (συνέντευξη στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ στις 10.8.2011). Πιο συγκεκριμένα, η ΑΔΕΔΥ δεν απέρριψε ως προς το περιεχόμενό τους τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου ως ανεπίτρεπτες για τους προαναφερθέντες λόγους, όπως θα ανέμενε κανείς, υπεραμυνόμενη του δικαιώματός της να επιλέγει κυριαρχικά το κάθε φορά ενδεικνυόμενο ως προσφορότερο αγωνιστικό μέσο για την επίτευξη των συνδικαλιστικών της στόχων. Απλώς περιορίστηκε στο χαρακτηρισμό ως συκοφαντικών και υποβολιμιαίων των πληροφοριών ότι στους αγωνιστικούς σχεδιασμούς της ΑΔΕΔΥ ανήκει και η λευκή απεργία. Η τοποθέτηση αυτή θα μπορούσε, όχι αδικαιολόγητα, να προκαλέσει την εντύπωση ότι η ΑΔΕΔΥ, όχι μόνο δεν συγκαταλέγει γενικώς και ex principio τη λευκή απεργία στα αγωνιστικά της μέσα, αλλά πολύ περισσότερο ότι έχει βασικές επιφυλάξεις για τη νομιμότητά της.

Με δεδομένη την πλήρη και κατηγορηματική αποδοκιμασία της λευκής απεργίας από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, τυχόν αποδοχή μιας τέτοιας «εχθρικής» προς αυτήν ερμηνείας της θέσης της ΑΔΕΔΥ, θα οδηγούσε σε ένα καθεστώς de facto «συναινετικού διωγμού» μιας ιστορικά εδραιωμένης, συνήθους και υπερεθνικά εμφανιζόμενης, μορφής απεργίας, που στο ελληνικό Δίκαιο καταφάσκεται βασικά η νομιμότητά της.

Προσωπικά, πάντως, αδυνατώ να πιστέψω ότι πρόθεση της ΑΔΕΔΥ υπήρξε μια γενική, ανεξαρτήτως της σημερινής αγωνιστικής συγκυρίας, απεμπόληση της λευκής απεργίας από τα αγωνιστικά της μέσα. Ωστόσο, ο υπαρκτός κίνδυνος παρεξήγησης και παρερμηνείας της δημόσιας τοποθέτησης της ΑΔΕΔΥ έναντι της λευκής απεργίας, εντασσόμενος στο γενικότερο κλίμα απορρύθμισης του δικαιώματος απεργίας, όπου νοσταλγείται από ορισμένους ακόμη και η απαγορευμένη από τον Ν. 1264/1982 ανταπεργία, μπορεί να συμβάλει όχι μόνο στην νομικοϊδεολογική και πολιτικοσυνδικαλιστική, αλλά πολύ περισσότερο και στη θετικοδικαιϊκή υπονόμευση του δικαιώματος της απεργίας. Η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε δεν επιτρέπει τέτοιες «ατυχείς και επιρρεπείς σε παρερμηνεία» συνδικαλιστικές τοποθετήσεις.

* Ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών