Όπως είναι γνωστό με το Πολυνομοσχέδιο, εισήχθη στον έλεγχο τον επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών, ο όρος « Έμμεσες τεχνικές ελέγχου», ή απλά ο τεκμαρτός τρόπος ελέγχου ή καλύτερα με "αντικειμενικά κριτήρια".
Σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του συντάγματος.
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Ακροτελεύτια διάταξη
Άρθρο 120
1. Το Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, υπογράφεται από τον Πρόεδρό της, δημοσιεύεται από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με διάταγμα που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και αρχίζει να ισχύει από τις ένδεκα Ιουνίου 1975.
2. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
3. Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος.
4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
Παραθέτουμε, τις απόψεις της Β΄ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ πάνω στις « Έμμεσες τεχνικές ελέγχου».
Με τις απόψεις της επιτροπής της βουλής των Ελλήνων, θέλουμε απλά να σας δείξουμε, πως αυτοί που κατά κύριο λόγο πρέπει να φυλάσσουν το Σύνταγμα, το καταπατούν.
Ίσως και αυτοί δεν διάβασαν!!!
«4. Επί του άρθρου 4 παρ. 14
Με τις διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου 4 προστίθεται νέο άρθρο 67Β υπό τον τίτλο «Έμμεσες τεχνικές ελέγχου» στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) που κυρώθηκε µε τον ν. 2238/1994.
Συγκεκριμένως, ορίζεται ότι ο προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων και των κερδών των επιτηδευματιών για την επιβολή του φόρου εισοδήματος, του ΦΠΑ και των λοιπών φορολογιών μπορεί να διενεργείται και µε την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις ακόλουθες «τεχνικές ελέγχου»: (α) της αρχής των αναλογιών, (β) της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου, (γ) της καθαρής θέσης του φορολογούμενου, (δ) της σχέσης της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών, και (ε) το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά. Προβλέπεται, επίσης, ότι το ειδικότερο περιεχόμενο των ανωτέρω «τεχνικών ελέγχου» και ο τρόπος εφαρμογής τους καθορίζεται µε υπουργική απόφαση.
Συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση, οι μέθοδοι αυτές, εφαρμόζονται «διεθνώς από πολλές φορολογικές διοικήσεις, στις περιπτώσεις που τα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία δεν απεικονίζουν την πραγματική οικονομική του κατάσταση ή υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός σε κινητή και ακίνητη περιουσία φυσικών ή νομικών προσώπων ή υπερβολικές δαπάνες που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα της επιχείρησης ή και του φορολογούμενου φυσικού προσώπου». Επισημαίνεται, πάντως, ότι από τη διατύπωση της προτεινόμενης διάταξης («Ο προσδιορισμός των αποτελεσμάτων µε έλεγχο μπορεί να διενεργείται και µε την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις κατωτέρω τεχνικές ελέγχου») συνάγεται ότι η χρήση των προτεινόμενων «τεχνικών ελέγχου» δεν θα γίνεται µόνο στις περιπτώσεις που από τον έλεγχο διαπιστώνεται ότι τα βιβλία του επιτηδευματία δεν απεικονίζουν την πραγματική οικονομική του κατάσταση λόγω εξεύρεσης κινητής και ακίνητης περιουσίας που προέρχεται από µη δηλωθέντα εισοδήματα, αλλά οποτεδήποτε θεωρήσει αυτό σκόπιμο η ελεγκτική αρχή. Η χρήση, όμως, εναλλακτικών μεθόδων υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος, οι οποίες ούτε έχουν γενική εφαρμογή επί του συνόλου των φορολογουμένων (όπως, επί παραδείγματι, το σύστημα τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του ΚΦΕ), αλλά ούτε και εφαρμόζονται µόνο όταν η φορολογική αρχή αδυνατεί να προσδιορίσει τις φορολογικές υποχρεώσεις του επιτηδευματία βάσει των λογιστικών του βιβλίων λόγω αποδεδειγμένης ανεπάρκειας ή ανακρίβειάς τους, αντίκειται στην αρχή της ισότητας. Και αυτό διότι η χρησιμοποίηση διαφορετικών βάσεων υπολογισμού του φόρου σε πρόσωπα που, κατά τα λοιπά, υπάγονται στο ίδιο φορολογικό καθεστώς είναι ανεκτή µόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι έχουν υποπέσει σε ουσιαστικές παραβάσεις που διαφοροποιούν την κατάστασή τους σε σχέση µε τους υπόλοιπους φορολογουμένους και, κατά τούτο, δικαιολογούν την υπαγωγή τους σε διαφορετική και, κατά τεκμήριο, δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση.
Εξ άλλου, η προσφυγή της φορολογικής αρχής σε εναλλακτικές μεθόδους προσδιορισμού του εισοδήματος, όταν ο φορολογούμενος έχει συμμορφωθεί πλήρως µε τη λογιστική και φορολογική νομοθεσία και δεν αμφισβητείται το κύρος των βιβλίων του, αντίκειται και στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Αυτό προβλέπεται, εξ άλλου, ρητώς και στο άρθρο 30 παρ. 1 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992), συμφώνως προς το οποίο, πλην της περίπτωσης αιτιολογημένης διαπίστωσης συγκεκριμένων παραβάσεων που καθιστούν τα βιβλία και στοιχεία ανεπαρκή και ανακριβή, «ο προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα που προκύπτουν από [τα βιβλία και στοιχεία], κατά τον προσδιορισμό των κατά περίπτωση φορολογικών υποχρεώσεων του επιτηδευματία».
Πέραν αυτών, η θέσπιση των προτεινόμενων «έμμεσων τεχνικών ελέγχου» αντίκειται και στην αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας στο μέτρο που: (α) ο προσδιορισμός του ύψους της φορολογικής υποχρέωσης δεν θα συναρτάται πλέον μόνον προς τα ακαθάριστα έσοδα και τα κέρδη του φορολογουμένου, τα οποία και αποτελούν αντικείμενο του ΦΠΑ και του φόρου εισοδήματος, αντιστοίχως, αλλά και από την «τεχνική ελέγχου» που, κατά την κρίση της, θα εφαρμόζει σε κάθε περίπτωση η ελεγκτική αρχή, και (β) ως κριτήριο φοροδοτικής ικανότητας για την επιβολή φόρου εισοδήματος δεν θα λαμβάνεται το πραγματικό ή, έστω, το τεκμαρτώς προσδιοριζόμενο εισόδημα (και, αντιστοίχως, για τον ΦΠΑ, τα ακαθάριστα έσοδα), αλλά προσδιοριστικά κριτήρια, όπως η «ρευστότητα» ή η «καθαρή θέση» ή «σχέση της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο του κύκλου εργασιών».
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, στον βαθμό που µε τις προτεινόμενες διατάξεις εισάγεται εναλλακτική βάση υπολογισμού του αντικειμένου του φόρου υπό την έννοια της θέσπισης ενός συστήματος τεκμαρτού προσδιορισμού των εσόδων και των κερδών των επιτηδευματιών, παρατηρείται, ενόψει της γενικότητας και του αφηρημένου χαρακτήρα των ρυθμίσεων, ότι ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου τους δεν μπορεί να αποτελέσει, κατ’ άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι ως προς το ζήτημα της εφαρμογής «έμμεσων τεχνικών ελέγχου» για τον προσδιορισμό του οφειλόμενου ΦΠΑ, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, ενδεχομένως, δεν βρίσκονται σε αρμονία ούτε προς την Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.11.2006 σχετικώς µε το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία δεν προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών µελών να θεσπίζουν εναλλακτική/τεκµαρτή βάση υπολογισµού των ακαθάριστων εσόδων των υποκειμένων στον φόρο αυτό.
Περαιτέρω, και δεδομένου ότι µε τις προτεινόμενες διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα, κατ’ ουσίαν, εξωλογιστικού προσδιορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων των επιτηδευματιών, παρατηρείται ότι, από νοµοτεχνικής πλευράς, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις θα έπρεπε, ενδεχομένως, να ενταχθούν στην παρ. 3 του άρθρου 30 του ΚΦΕ ως προς το σκέλος του προσδιορισμού των ακαθάριστων εσόδων, και στο άρθρο 32 του ΚΦΕ ως προς το σκέλος του προσδιορισμού των κερδών.»
Μαζί τα ψήφισαν και έχουν όλη την πολιτική και ηθική ευθύνη.
Απόστολος Ε Αλωνιάτης
Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός, Συγγραφέας φορολογικών βιβλίων.
πηγή: taxheaven